Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Tο γράψιμο να είναι μια πράξη καταβύθισης στην πραγματικότητα

Η Στυλιάνα Γκαλινίκη και τα βιβλία της έχουν αναφερθεί ξανά από εδώ, με ενθουσιασμό θα μπορούσα να πω, οπότε δεν ήταν και έκπληξη για μένα που το μυθιστόρημα "όλα πάνε ρολόι (ή Σχεδόν) ", κατέλαβε την 1η θέση, ως το πιο αγαπημένο βιβλίο του 2009, σε μια δημοσκόπηση του bookpress.
Τώρα ανακαλύπτω μια συνέντευξή της συγγραφέως στο "art.mag" όπου μας μιλάει για πολλά και μας αποκαλύπτεται.



Στυλιάνα Γκαλινίκη: "Tο γράψιμο να είναι μια πράξη καταβύθισης στην πραγματικότητα"
Συντάκτης: Ειρήνη Σπυριδάκη
Κυριακή, 11 Απρίλιος 2010 10:26
GalinikiΕμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα πριν από δύο χρόνια, παρουσιάζοντάς μας τη συλλογή διηγημάτων «Ρούχα από δεύτερο χέρι». Ένα χρόνο αργότερα, η Στυλιάνα Γκαλινίκη κερδίζει αναγνωστικό κοινό και κριτικούς με το δεύτερο συγγραφικό της πόνημα, το μυθιστόρημα «Όλα πάνε ρολόι ή σχεδόν». Η καταλυτική επίδραση του χρόνου σε συνδυασμό με τις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται στην ελληνική επαρχία, η οποία αποκηρύσσει «το απ’ αλλού φερμένο» απασχολούν σε βάθος τη συγγραφέα.
Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, η Στυλιάνα Γκαλινίκη αναφέρεται στη σχέση της με τη συγγραφή, αναλύει τα στάδια της σύνθεσης του τελευταίου βιβλίου της, το οποίο έχει ως κεντρικό του θεματικό άξονα την περιθωριοποίηση του ξενικού στοιχείου από τους ανθρώπους μιας μικρής κοινωνίας. Η συγγραφέας ερμηνεύει πώς τα βιώματά της επηρέασαν τη γραφή της, εκθέτει τα πλεονεκτήματα της διαδικτυακής της επαφής της με τους αναγνώστες και τέλος συστήνει σε όλους εμάς αγαπημένα της λογοτεχνικά αναγνώσματα.

- Ποια είναι η βαθύτερη, πιστεύετε, αιτία που ωθεί έναν άνθρωπο να ασχοληθεί με την συγγραφή, παράλληλα με μια φορτωμένη από υποχρεώσεις καθημερινότητα;

Ειλικρινά δεν ξέρω. Για μένα είναι μία υπαρξιακή ερώτηση αυτή, με απασχολεί. Γι’ αυτό στα κείμενά μου υπάρχει πάντα η μορφή ενός συγγραφέα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το γράψιμο είναι ένας τρόπος φυγής από την πραγματικότητα, μια και η πραγματικότητα είναι γεμάτη υποχρεώσεις, δυσκολίες. Ίσως όμως το γράψιμο να είναι μια πράξη καταβύθισης στην πραγματικότητα που έρπει κάτω από τα καθημερινά, μια περισυλλογή σε αυτά που ζούμε, η ανάγκη να μιλήσουμε για τα μη προφανή, για τον σιωπηλό εαυτό μας. Από την άλλη, συχνά σκέφτομαι πως το γράψιμο είναι ένα έντονο ίχνος του περάσματός μας από τη ζωή. Μου έχει τύχει να μου ζητήσουν άλλοι άνθρωποι να γράψω για κάτι που τους έχει συμβεί. Η γραφή λειτουργεί καμιά φορά και ως καταγραφή, ως τεκμήριο του βιώματος.

- Εκδώσατε προσφάτως το μυθιστόρημα «Όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν)». Πώς εμπνευστήκατε την ιδέα, και πόσο επίπονη ήταν η πορεία μετεξέλιξής της σε μυθιστόρημα;

Το μυθιστόρημα γραφόταν μέσα μου επί χρόνια. Πρώτα θέλησα να γράψω για ένα ισπανικό σπίτι, στο οποίο ζούσε ένα αντρόγυνο με το παιδί του. Δεν θυμάμαι να είχα δώσει ονόματα στους ήρωες. Θυμάμαι μόνο ότι υπήρχε τότε ο Αριστάκος, ο οποίος, μάλιστα, σ’ εκείνη την πρώτη εκδοχή πέθαινε. Αργότερα, πολύ αργότερα, δημιουργήθηκαν μέσα μου η Ρόρη, ο Μηνάς, η Αλγερία, η ιδέα της πορείας της ζωής τους. Το ερέθισμα γι’ αυτό ήταν τα συναισθήματα που περισσότερο μου μετέδιδε, παρά μου εξέφραζε, μία πολύ καλή μου φίλη, που εκείνη την περίοδο βίωνε το επικείμενο τέλος της ζωής του πατέρας της. Η οδύνη αυτού του σιωπηλού αποχαιρετισμού, σιωπηλού γιατί ο πατέρας της είχε χάσει το τελευταίο διάστημα τις αισθήσεις του, ήταν το ερέθισμα για κάποια πρώτα κείμενα, που δεν συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο, αλλά αποτελούσαν το ορμητήριο της ιστορίας. Η οποία και πάλι, έμελλε να περάσουν χρόνια για να γραφτεί. Τελικά, χάρη στην παρακίνηση μίας πολύ σπουδαίας συγγραφέως, της Σώτης Τριανταφύλλου, αποφάσισα να γράψω την ιστορία. Την ευγνωμονώ. Αν δεν είχα την ώθηση και τη στήριξή της, μπορεί να μην είχα ξαναγράψει.
Η διαδικασία ήταν επίπονη, αλλά και μία καταπληκτική εμπειρία. Νομίζω ότι το γράψιμο είναι μία συγκλονιστική κατάσταση, μέσα στην οποία διαλύεσαι και ανασυγκροτείσαι.

- Πραγματεύεστε το θέμα της περιθωριοποίησης από μέρους των ανθρώπων του ανοίκειου και του ακατάληπτου, εκείνου ξεφεύγει από τα στερεότυπα και τις προσδοκίες τους. Μιλήστε μας για την επιλογή ενός τόσο επίκαιρου για την εποχή μας προβληματισμού.

Πιστεύω ότι σε κάθε εποχή οι άνθρωποι προσπαθούσαν να αποβάλλουν το ανοίκειο, προκειμένου να εξασφαλίσουν τις σταθερές που θα εγγυούνταν τη μακροβιότητα και τη συνεκτικότητα της ομάδας. Σας θυμίζω το «τραγούδι του νεκρού αδελφού» και τις ποικίλες παραλογές του σε όλον τον βαλκανικό χώρο. Ταυτόχρονα οι κοινωνικές ομάδες κατέφευγαν στο ανοίκειο, επικαλούμενοι την παρέμβαση εξωλογικών δυνάμεων που με έναν τρόπο μαγικό θα φρόντιζαν για την αρμονία του κόσμου. Θέλω να πω ότι οι ομάδες χτίζουν την ταυτότητά τους πάνω σε ένα διαρκή διάλογο με το ξένο. Οι κοινωνίες έχουν ανάγκη από το ξένο στοιχείο. Τις ενδυναμώνει και τις συνενώνει η διαφοροποίηση προς το άλλο. Τα φαινόμενα αυτά είναι περισσότερο έντονα σε εποχές ανασφάλειας και σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι προηγούμενες βεβαιότητες είναι πια μετέωρες. Όμως το ξένο πολλές φορές είναι κομμάτι μας, αποβάλλουμε κάτι δικό μας για να μπορέσουμε να γίνουμε αποδεκτοί. Όλοι μας, πιστεύω, έχουμε υπάρξει πάνω από μία φορά στη ζωή μας και Σεωρή και Αλγερία.

- Στο μυθιστόρημά σας τοποθετείτε την αφήγηση στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ενώ η πλοκή εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας. Θεωρείτε ότι οι άνθρωποι σήμερα είναι προετοιμασμένοι να αποδεχτούν τη διαφορετικότητα όσων συναναστρέφονται;

Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε δύο χρονικές περιόδους: από τα τέλη της δεκαετίας του 60 έως τις πρώτες δεκαετίες του 80, αλλά και στο σήμερα. Πολλά έχουν αλλάξει στην ελληνική κοινωνία στο μεταξύ και κυρίως ο ορισμός του διαφορετικού. Φαινομενικά είμαστε πλέον πιο ανεκτικοί με τους άλλους, θα έλεγα όμως ότι είμαστε λιγότερο ανεκτικοί με τον εαυτό μας. Η Σεωρή θα μπορούσε να είμαστε εμείς οι ίδιοι, ο τόπος του εαυτού μας. Είμαστε περισσότερο αποξενωμένοι με τον εαυτό μας από άλλοτε ίσως.

- Μεγαλώσατε στην Ηράκλεια Σερρών, συνεπώς έχετε βιώματα από τη ζωή σας στην επαρχία. Πόσο χρήσιμη αποδείχθηκε αυτή η εσωτερικευμένη εμπειρία σας στη μυθιστορηματική απόδοση της επαρχιώτικης ζωής των ηρώων σας;

Νομίζω ότι όλη η χώρα είναι μία επαρχία, δεν είναι τόσο έντονες οι διαφορές ανάμεσα στον τρόπο ζωής στις πόλεις και στα χωριά. Η τηλεόραση, η προσβασιμότητα στις πόλεις, η υιοθέτηση ενός λίγο πολύ κοινού τρόπου ζωής έχει αμβλύνει τις διαφορές. Και τελικά νομίζω ότι αυτό που κάποτε νοούσαμε ως επαρχία είχε μηχανισμούς εξισορρόπησης. Οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις είναι πλέον έντονες μέσα στα ίδια τα αστικά κέντρα, στα οποία έχουν εισρεύσει άνθρωποι από την πάλαι ποτέ επαρχία, αποκομμένοι από τους μηχανισμούς που μία κοινωνία δεμένη και συγκροτημένη έχει αναπτύξει. Αυτό που αποκαλούμε με τόση ευκολία «ζωή στην επαρχία» ευδοκιμεί στα άστη, στους χώρους εργασίας, στις ποικίλες συναθροίσεις. Πλέον, το κουτσομπολιό, χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς στις μικρές κοινωνίες, είναι το εθνικό τηλεοπτικό προϊόν. Τα καφενεία στα χωριά έχουν ακόμη μία σεμνότητα που θα τη ζήλευαν τα τηλεοπτικά πάνελ. Νομίζω ότι ως χώρα καμωνόμαστε πως είμαστε σπουδαιότεροι από τους άλλους, κατά πώς η Σεωρή, αν και χωριό, “περνιότανε” για δήμος. Συνοψίζοντας, θέλω να πω ότι η εμπειρία μου της επαρχιώτικης ζωής αποκρυσταλλώθηκε όλα αυτά τα χρόνια που είμαι κάτοικος της πόλης. Οι επιστροφές μου στην επαρχία, στον τόπο καταγωγής μου, βιώνονται πια σαν ένα προσκύνημα στον τόπο της αθωότητάς μου.

- Πώς νιώθετε μετά από την ολοκλήρωση της συγγραφής; Λύτρωση, πνευματική κόπωση ή ψυχική ευφορία;

Όλα αυτά τα συναισθήματα που αναφέρετε τα ένιωθα όταν έγραφα. Ένιωσα ακόμη και οδύνη. Γέλασα επίσης πολλές φορές γράφοντας. Ένιωσα έντονη λύπη. Τώρα νιώθω γαλήνη. Και θλίψη ίσως.

- Πώς βιώνετε την επαφή με τους αναγνώστες σας στις παρουσιάσεις του βιβλίου σας, αλλά και στο Διαδίκτυο;

Η επαφή με τους αναγνώστες είναι αποκαλυπτική, συγκινητική, γεμάτη χρώματα. Έχω ζήσει καταπληκτικές στιγμές, μεγάλη χαρά και συγκίνηση. Η μαγεία της ανθρώπινης επι-κοινωνίας. Από την άλλη, η οικειοποίηση του βιβλίου από τους αναγνώστες με απελευθερώνει από το βάρος που αυτό έχει μέσα μου, είναι πια και δικό τους το κείμενο. Πολλές φορές έχω συνειδητοποιήσει κάποιες επιλογές μου μέσα στο κείμενο μέσα από αυτές τις συζητήσεις. Είναι δηλαδή μια επικοινωνία που με βελτιώνει, με προχωράει σαν άνθρωπο και πιθανόν και ως συγγραφέα.

- Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας λογοτέχνες; Πιστεύετε ότι τα αναγνώσματα ενός συγγραφέα επηρεάζουν και σε ποιο βαθμό τη γραφή του;

Έχω δει κι έχω διαβάσει κι έχω ακούσει πολύ-πολύ λιγότερα απ’ όσα θα ήθελα. Και νομίζω ότι η ζωή είναι πιο μικρή από όσα έχει να χωρέσει. Σαφώς τα αναγνώσματα επηρεάζουν έναν συγγραφέα, αν θέλετε τον υποκινούν κιόλας σε αυτόν τον τρόπο έκφρασης. Από την άλλη, οι επιρροές είναι πολυποίκιλες. Πιστεύω ότι μέσα μου έχουν καταγραφεί πολύ έντονα κάποιοι πίνακες ζωγραφικής ή σκηνές από ταινίες, αλλά κυρίως καθημερινά ενσταντανέ, χειρονομίες και κουβέντες, μυρωδιές και ήχοι, μορφασμοί και σιωπές των άλλων ανθρώπων. Η σύνθεσή τους είναι δυνατό να παράγει μία ιδιαίτερη γραφή στην οποία οι γραφές των άλλων αθροίζονται και αυτές ως βιώματα. Εξάλλου για τον καθένα που γράφει, ζητούμενο είναι νομίζω να εκφράσει το πώς ο ίδιος βλέπει και συλλογιέται τα πράγματα.

- Ποιο θεωρείτε ότι είναι το σημαντικότερο βιβλίο που έχετε διαβάσει;

Δεν μπορώ να απαντήσω για ένα. Αυτά που κουβαλώ μέσα μου σαν κομμάτι ζωής, με ένα αίσθημα ορφάνιας κιόλας, σαν να με άφησαν τη στιγμή που τα έκλεισα, αλλά με σημάδεψαν σαν άνθρωποι: η «Άμμωμος σύλληψη» του Μπρετόν, η σκηνή της σιωπηλής αναχώρησης του Οδυσσέα από το νησί της Καλυψώς, διηγήματα του Παπαδιαμάντη, το «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Μαρκές, η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση, η «Χαμένη άνοιξη» του Τσίρκα, «Το νεκρό σπίτι» του Ρίτσου, το ποίημα «Οι δίδυμοι» του Μπουκόφσκι, «το σύννεφο με παντελόνια» του Μαγιακόφσκι, τα κείμενα των Ντανταϊστών, η «Αγαπημένη» της Τόνι Μόρισον, τα διηγήματα του Πόε, ακόμη τα τραγούδια σε γλώσσες που δεν καταλαβαίνω και συνεπώς τα αντιλαμβάνομαι μέσα από τη μουσική και το ηχόχρωμα της φωνής.

- Μιλήστε μας για τα θέματα με τα οποία σκοπεύετε να καταπιαστείτε στα επόμενα λογοτεχνικά σας βήματα.

Επιφυλλάσσομαι να απαντήσω. Πολλές φορές αλλάζει η πορεία του ταξιδιού. Στη διαδρομή ανακαλύπτεις μονοπάτια που δεν ήξερες, δεν είχαν σημειωθεί ευκρινώς στο χάρτη. Ή αναγκάζεσαι να πάρεις άλλο δρόμο, γιατί το τυχαίο έχει τη δική του δυναμική.
.
Το μυθιστόρημα της Στυλιάνας Γκαλινίκη με τίτλο «Όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν)» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μελάνι. Το προφίλ της συγγραφέως στο Facebook βρίσκεται στη διεύθυνση http://el-gr.facebook.com/people/Styliana-Galiniki/1555276183



5 σχόλια:

claire είπε...

Κωνσταντινιά μου, είσαι η δεύτερη σημερινή φωνή που μιλάει με ενθουσιασμό για το τελευταίο μυθιστόρημα της Γκαλινίκης, πότε δε βλέπω την ώρα να το απολαύσω κ εγώ!
Εγώ πάλι σήμερα ενθουσιάστηκα με την προσωπική επαφή με τη Σώτη Τριανταφύλλου.Κάποιες φωνές λένε οτι δεν γίνονται ωραία πράγματα στην πόλη μας;

Κωνσταντινιά είπε...

Κλαίρη,

πιστεύω πως όποιος ενδιαφέρεται μαθαίνει για τα ωραία και ενδιαφέροντα συμβάντα.
Οταν διαβάσεις το βιβλίο, θα ήθελα να το συζητήσουμε, οι κρίσεις σου είναι πάντοτε εύστοχες.
Όσο για την Τριανταφύλλου ήμουν ενήμερη μα δυστυχώς εκτός πόλης.

Τα λέμε
φιλιά!!

roadartist είπε...

πολυ ομορφη προταση, ευχαριστουμε!

ηδη σημειωσα το «Όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν)» κ θα το παρω να το διαβασω το καλοκαιρακι φανταζομαι πιο ανετα!~


Χαιρομαι που σας αρεσε η παρασταση,

για πες!!!!

Κωνσταντινιά είπε...

Mαίρη μου,

νομίζω θα σου αρέσει.
Για την παράσταση, τι να πρωτοειπώ!
Το σενάριο, τη σκηνοθεσία, την υποκριτική; Όλα σωστά, ειδικότερα το κείμενο είναι φορές που το σκέφτομαι ακόμη.
Χώρια ο χώρος! Το υπόγειο του Κουν θαρρείς και φέρει ύφος του.

roadartist είπε...

χαιρομαι πολυ που σου αρεσε..
ειχα γραψει προπερσι στο μπλοκ κατι σχετικο:
http://roadartist.blogspot.com/2008/02/m-gronholm.html

ΥΓ το υπόγειο του Κουν το λατρευω