Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

ΤΟ ΜΕΤΑ

Με μάτια άδεια, ώμους γειρτούς, έπαιρνε τα προσωπικά της αντικείμενα από το γραφείο.
Το ξάφνιασμα της απροσδόκητης απόλυσης την ταρακούνησε τόσο, που νόμιζε πως κάποιος την τράνταξε τόσο δυνατά που πήρε από μέσα της τη ζωή της, την ψυχή της.

Μετά από μια κατατονική βδομάδα κατάλαβε ότι το χειρότερο δεν ήταν το οικονομικό.

Δεν ήταν η απόρριψη ούτε η καριέρα.
Το χειρότερο ήταν που έπιασε η ευχή της.
Είχε χρόνο και δεν ήξερε να τον αξιοποιήσει.

Μια ζωή παραπονιόταν πως : "η ζωή είναι αλλού, τρέχει και δεν τη φτάνω".
Κατάλαβε, όχι ευτυχώς αργά, πως η ζωή ήταν εκεί και την περίμενε για να συγχρονίσουν το βήμα τους.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

G 700


Ξύπνησε!

Κράτησε τα μάτια κλειστά.

Σάββατο!

Ήθελε ν απολαύσει την θαλπωρή του κρεββατιού!

Κάθε μέρα με την ψυχή στο στόμα, όλα στο πόδι, όλα στο φτερό, ξέπνοη να χτυπά την κάρτα.

Θα χουζουρέψω όσο πάει σκέφτηκε, θα τανυστώ και θα γουργουρίσω σαν γατούλα από ευχαρίστηση, μετά θα μασουλήσω αργά το πρωινό μου και θα γεύομαι γουλιά γουλιά τον καφέ μου. Όλα θα γίνουν ράθυμα....και ....νωχελικά....φτου στο διάολο, τι το θυμήθηκα!

Κάτι λέγανε γι απολύσεις. Πάλι σε μένα θ' αναθέσουν τον άχαρο ρόλο.

Φαρμάκι κατέβηκε ο καφές καθώς σκεφτόταν τα λόγια παρηγοριάς που θα έλεγε, εναλλακτικές και παρόμοια για να ζαχαρώσει το χάπι.

Ποιοι νάταν άραγε;

Ήξερε πως πάγια τακτική της εταιρίας ήταν οι νεοπροσλαμβανόμενοι.

Δεν ήξερε πως η οικονομική στενότητα ανάγκασε τους διευθυντές σε αλλαγή πλεύσης.

Η γενιά των 700 με τα πτυχία της και τα μεταπτυχιακά της θα αντικαταστούσε τα υψηλόμισθα στελέχη.

Δεν ήξερε πόσο χρόνο θα είχε από Δευτέρα για να απολαμβάνει ραχατλίδικα το καφεδάκι της.

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009




Ημέρα των Ερωτευμένων!!!
ΕΡΩΤΑΣ
Τι να πεις για τον έρωτα;
Εκφράζεται με λόγια;
Τον βιώνουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο άραγε;
Πότε ξεθυμαίνει;
Αναβιώνεται; Ξαναγεννιέται δηλαδή από τις στάχτες του;
Μπορούμε να είμαστε συνεχώς ερωτευμένοι;
Χρειάζεται ν απαντήσουμε σε όλες αυτές τις χαζολογίες;
ΟΧΙ!
Να γιορτάσουμε την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου;
ΝΑΙ αν ούτως ή άλλως χαιρόμαστε τον έρωτα μας και τις υπόλοιπες μέρες.

Προς θεού όμως να μην καταντήσουμε να νοικιάσουμε τον ερωτικό μας σύντροφο όπως κάνουν στην Κίνα για τις χρονιάρες μέρες.

ΠΕΚΙΝΟ. Νεαροί Κινέζοι και Κινέζες που δεν διατηρούν μόνιμο ερωτικό δεσμό αναζητούν μέσω Διαδικτύου συνομηλίκους του αντίθετου φύλου προκειμένου, έναντι αμοιβής, να τους παρουσιάσουν στους γονείς τους ως υποψήφιους γαμπρούς και νύφες στη διάρκεια των οικογενειακών συγκεντρώσεων που θα γίνουν το τριήμερο που ακολουθεί λόγω της κινεζικής Πρωτοχρονιάς. Ο Λιου Φακάλ, από την επαρχία Τσεγιάνγκ της Ανατολικής Κίνας, δήλωσε προς το ΒΒC ότι μέσα σε τρεις ημέρες έλαβε περισσότερες από 400 απαντήσεις ενδιαφερομένων. Προσφέρει «αποζημίωση» ύψους 1.400 δολαρίων ή 1.080 ευρώ.


Και για να μην κλείσω με κάτι μίζερο παραθέτω κάτι που μου άρεσε:



Ο έρωτας είναι έρωτας, τίποτα περισσότερο και τίποτα πιο λίγο. Αυτό το περισσότερο είναι τόσο μεγάλο, όσο και η δύναμη της ζωής που μας έφερε έως εδώ. Και επίσης το "πιο λίγο" είναι πάλι μεγάλο, ώστε να μη χωράει ούτε μέσα σε μια καρδιά, σε ένα μυαλό ή ούτε έστω στους μυς μας. Είναι αυτό που μας ξεπερνάει σε όλα και ξεχειλίζει από παντού. Είναι αυτό που δεν κρύβεται με τίποτα, ούτε και μπορεί"

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΙΜΙΤΖΗΣ


Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ


Λένε τα blog είναι κάτι σαν ημερολόγια. Δεν θα το αμφισβητήσω. Νομίζω μάλιστα πως πολλές φορές επηρεάζουν και το ημερολόγιο πρόγραμμα μας, αφενός για το χρόνο που απαιτείται για την ενημέρωση και το σχολιασμό και αφετέρου πως μας κάνουν, τουλάχιστον με κάνουν να βλέπω διάφορα γεγονότα από άλλο πρίσμα, μπλογκικό θα το έλεγα. Μια δημιουργική διεργασία κατά την δική μου άποψη.
Παρ όλα αυτά, όμως, προτιμώ μια βόλτα στην παραλία από ένα περιδιάβασμα στο διαδίκτυο, μια κοινωνική συναναστροφή από μια ιντερνετική επικοινωνία.
Κι επειδή όσο φτιάχνει ο καιρός τόσο δυσκολότερο το βρίσκω να κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή, ζητώ εκ των προτέρων μια επιείκεια για τυχόν ολιγοήμερες αποχές μου.

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

"Το show των Ελλήνων"


"Το show των Ελλήνων", το τελευταίο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, που έβαλε και αυτό το δαχτυλάκι του για την προηγούμενη ψιλοκαταθληπτική κατάθεση μου, αποτελείται από 3 διηγήματα, που κάλλιστα θα μπορούσες να τα πεις και ιστορικά.

Το πρώτο αναφέρεται σε μιαν ημέρα ή σωστότερα εσπέρα
δυο επιφανών ανδρών, του Μητρόπουλου και του Καβάφη, που συναντιούνται σε μια καλλιτεχνική εσπερινή εκδήλωση, ως πρωταγωνιστικά και ταυτόχρονα τιμώμενα πρόσωπα. Εμπνευσμένος η Μητρόπουλος από στίχους του Καβάφη, συνέθεσε μια πρωτοποριακή μουσική την οποία κι εκτελεί ερμηνεύοντας ταυτόχρονα με εκφραστικό τρόπο τους στίχους. Εμείς όμως περισσότερο απολαμβάνουμε την έμπνευση και την έκφραση του συγγραφέα που μας μπάζει με αυτή την αφορμή, στη ζωή, στη ψυχοσύνθεση, στις αναπολήσεις, στα απωθημένα, στα σχέδια και στα βαθιά κρυμμένα μυστικά όχι μόνο των 2 κεντρικών ηρώων, μα, και των οικοδεσποτών, των καλεσμένων, των συγγενικών και προσφιλών τους προσώπων.

Το δεύτερο διήγημα έχει σαν κεντρικό σημείο το ΟΧΙ του Μεταξά , μα τώρα η αφορμή για να ξετυλιχτεί το κουβάρι, δίνεται από την παρουσίαση της όπερας του Πουτσίνι, Μαντάμ Μπατερφλάι. Εντέχνως ο Κουμανταρέας επιλέγει πρόσωπα από διαφορετικούς κοινωνικούς, μορφωτικούς, οικονομικούς και επαγγελματικούς τομείς, για να μας δώσει όσο το δυνατόν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τον τρόπο που αντιμετώπισαν τις κρίσιμες τότε και τώρα πια ιστορικές στιγμές. Μέσα από την εξέλιξη βλέπουμε κατά πόσο ή όχι στάθηκαν αντάξιοι των θέσεων τους, τότε, στον πόλεμο και μετέπειτα και πόσο επηρέασαν τα δύσκολα εκείνα χρόνια τον χαρακτήρα τους και τη ζωή τους.

Το τρίτο του δε διήγημα, απ όπου φέρει και τον τίτλο το βιβλίο, είναι από τα πρακτικά 2 πολιτικών συναντήσεων στις ταραγμένες μέρες των Δεκεμβριανών, με θέμα την παράδοση των όπλων από τους αντιστασιακούς, όπου και πάλι ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πώς ο χαρακτήρας, το υπόβαθρο, οι καταβολές, η θρησκεία, η παιδεία, η πολιτική και οι ιδεολογίες γράφουν ιστορία.

Ο Κουμανταρέας έχει το χάρισμα με τον απλό χωρίς πολλές φιοριτούρες λόγο του να περιγράφει εικόνες παραστατικότατα.
Με 2-3 λέξεις του αντιλαμβάνεσαι τα σουσούμια των ανθρώπων, οσμίζεσαι την εποχή, βρίσκεσαι και συ στην εξέλιξη των γεγονότων.

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Η ΛΕΞΗ

Πώς γίνεται ρε συ καμιά φορά κάποια λέξη να βρίσκεται μπροστά σου και να σε κάνει να τη σκέφτεσαι και να τη συζητάς!ΕΤΣΙ έπαθα και γω τώρα με τη λέξη "εμφύλιος". Μ έκανε να τον αναλογιστώ τον άτιμο και εννοείται να τον συζητήσω, τον περασμένο μήνα, διαβάζοντας το "Το show είναι των Ελλήνων" του Κουμανταρέα.

Συγκλονίστηκα μαζί του παρακολουθώντας την Κυριακή το βράδυ την ταινία του Κεν Λόουτς Γη και Ελευθερία.

Τον βρήκα μπροστά μου χθες ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα με την παρακάτω συνέντευξη:"Είχαμε συνηθίσει να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου. Να ζούμε με τη βρυξελλιώτικη ουδετερότητα για τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας, να έχουμε ξεχάσει το χθες και ν' αγνοούμε το αύριο με τη διεφθαρμένη φιλοσοφία «όσα πάνε και όσα έρθουν». Κι ήρθαν στις Βρυξέλλες να μας «ξυπνήσουν» η παρουσίαση μιας κινηματογραφικής ταινίας και ενός βιβλίου, με κοινό θέμα τον ελληνικό Εμφύλιο. Η ταινία είναι του Παντελή Βούλγαρη. Το βιβλίο του πρέσβη Σπύρου Λαμπρίδη. Η ταινία έχει τίτλο: «Ψυχή βαθιά». Ο αντάρτικος χαιρετισμός, που δικαιολογεί ο Π. Βούλγαρης: «Ο,τι μεγάλο και ουσιαστικό έχει συμβεί σ' αυτόν τον τόπο έχει "ψυχή βαθιά"». Αλλά δεν μεροληπτεί: «Και οι δύο πλευρές μοιράστηκαν τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση. Δεν είμαι πολιτικός. Ούτε εισαγγελέας. Ηθελα να τιμήσω μια γενιά που θυσιάστηκε σ' έναν άδικο πόλεμο με χιλιάδες θύματα. Μ' ένα ρέκβιεμ για τα παιδιά, που πολέμησαν, χωρίς μεταξύ τους διαφορές, και χάθηκαν». Ηρωές του: Δύο αδέλφια βοσκόπουλα. Ο Ανέστης 17 χρόνων, ο Βλάσης 15. Είχαν επιστρατευθεί, ο ένας στον εθνικό στρατό, ο άλλος στ' αντάρτικο. Δύο «εχθροί» αδέλφια. Η μάνα τους δεν τα ξεχωρίζει και τους γράφει γράμματα αγάπης. Ούτε ο Βούλγαρης τα ξεχωρίζει. Και τα δύο, λέει, είναι «παιδιά» του. Ο
Εμφύλιος, όμως, είναι παγίδα, υποστηρίζει. Δεν είναι εύκολο να ξεμπλέξεις. Και αναφέρεται στον αντάρτη καπετάνιο που αγνόησε τη συμφιλίωση ώς τα βαθιά του γεράματα. Το βιβλίο έχει τίτλο «Οι Δράκοι». Ο Σπ. Λαμπρίδης το αφιερώνει στη γενιά τού Εμφυλίου: «Μέχρι που ανδρώθηκα», λέει, «άκουγα και τις δύο αντίθετες πλευρές. Υπήρχαν πολλά επιχειρήματα, που μας έφερναν κοντά τον έναν στον άλλο. Μετέφερα τ' ακούσματα, τις εμπειρίες της έρευνάς μου σε μυθιστορηματική αλλά παθιασμένη αντιπαράθεση, που αναφέρεται στους απλούς ανθρώπους και όχι στους πολιτικούς ηγέτες. Σε μια χαμένη γενιά που άξιζε πολλά. Στη γενιά των Δράκων». Οι ήρωες του βιβλίου έχουν την ίδια φιλοσοφία με της ταινίας. Μοιράζονται τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση δύο αντάρτες και ένας ανθυπολοχαγός. Στη βία του Εμφυλίου του χάρισαν τη ζωή και του πήραν το πιστόλι. Στη συμφιλίωση οι βετεράνοι αντάρτες το επιστρέφουν στον απόστρατο, πλέον, στρατηγό: «Πάρ' το κι αχρείαστο να 'ναι». Η συμφιλίωση προβάλλεται στις Βρυξέλλες. Γιατί ο Σπύρος, λέει ο Παντελής, εργάζεται στην ελληνική αντιπροσωπεία του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Και με κάποιο συμβολισμό. Στις Βρυξέλλες παίζεται η «συμφιλίωση της Ευρώπης». Η «Ψυχή βαθιά», που θα προβληθεί στις 28 Οκτωβρίου στην Αθήνα, είναι μια καλή ταινία του Βούλγαρη. Αλλά και το ξόρκι στην κατάρα του ελληνικού διχασμού. Ένα μήνυμα συμφιλίωσης...


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 02/02/2009

Και ξύπνησαν μνήμες της εφηβείας μου. Ξέρετε. Τότε που όλα τα ζούμε πιο έντονα. Τότε που οι λύπες μας ρίχνουν σε βαθιά μελαγχολία και οι χαρές μας δίνουν φτερά, τότε που ακούγαμε τραγούδια και δακρύζαμε, στην ηλικία που νομίζουμε ότι όλα τα μπορούμε και πως συνάμα όλα είναι άπιαστα για μας. Τότε λοιπόν είχα πρωτοδιαβάσει τις "αδερφοφάδες" του Καζαντζάκη και κατανάλωνα μαζικώς τα χαρτομάντιλα. Και τώρα βρήκα το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή εδώ . Χάρηκα μαζί και συγκινήθηκα και αντιγράφω το τέλος του βιβλίου.

Βγήκε από την εκκλησιά, στάθηκε στη μέση της αυλής.

- Φεύγω, φώναξε, ό.τι είπα θα το κάμω· θα πάρω σβάρνα τα χωριά και θα φωνάζω: «Αδέρφια, μην πιστεύετε τους κόκκινους, μην πιστεύετε τους μαύρους, αδερφωθείτε!» Το χωρίο που δεν έχει τρελό χάνεται θα γίνω εγώ ο τρελός του χωριού, ο τρελός της Ελλάδας, και θα φωνάζω.

Έλαμπε ο γέροντας στο πρωινό φως, φάνταξε στη μέση της αυλής, γίγαντας, μ' αίματωμένα γένια, με τα μαύρα φουντωτά φρύδια του, με τη βαριά μαγκούρα και τις χοντρές γεμάτες ατσαλένιες πρόκες αρβύλες.

Στράφηκε στον καπετάνιο:

- Πήρα μαζί μου το πετραχήλι και το Βαγγέλιο, καπετάν θεομπαίχτη, πήρα μαζί μου κι όλα τα τάγματα και τα συντάγματα τους σκοτωμένους· κι όλες τις μανάδες, φονιά, τις μαυροφορεμένες, κι όλα τα ορφανα κι όλους τους σακάτες του πολέμου, τους κουτσούς, τους στραβούς, τους παράλυτους, τους τρελούς, και πάμε!

- Τι τον φυλάς, καπετάνιο; πετάχτηκε το πρωτοπαλίκαρο αγριεμένο· σκότωσε τον!

Ο παπα-Γιάνναρος σήκωσε τους ώμους με καταφρόνια:

- Τι θαρρείς, μωρέ, θα φοβηθώ το θάνατο; Τι μπορεί να μου κάμει εμένα ο μπαμπουλας; Να με πάει από τη μάταιη τούτη ζωή στην αιώνια· άλλο ο κακομοίρης δεν μπορεί. Ένα μουλάρι είναι, το καβαλάς και σε πάει στη ζωή την αιώνια.

Σήκωσε τα χέρια στον ουρανό:

- Αν ζήσω, φώναξε, αν με αφήσουν ετούτοι να ζήσω, δε θα σε ξανασταυρώσω πια, ορκίζουμαι, δε θα σε παρατήσω πια ανυπεράσπιστο στα χέρια του Άννα και του Καϊάφα, Χριστέ μου! Είπες πως βαστάς μαχαίρι, μάχαιραν φέρω, που 'ναι; Ως πότε θα σταυρώνεσαι; φτάνει πια· κατέβα αρματωμένος απάνω στη γης! Ύστερα από τόσο πόνο και τόσα αίματα, κατάλαβα πια το χρέος του ανθρώπου. Αρετή, αρματώσου, Χριστέ, αρματώσου, πάω να κηρύξω, χώρες και χωριά, τον καινούριο Χριστο, τον Αρματωμένο!

Άπλωσε το χέρι του δεξά, στον Αόρατο:

- Πάμε, είπε.

Οι αντάρτες τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι, μερικοι γέλασαν:

- Τρελάθηκε ο παπάς! ποιανού μιλάει; Σέ ποιον λέει: Πάμε; Σήκωσε το χέρι του ο παπα-Γιάνναρος στον καπετάνιο:

- Καπετάν φονιά, καλήν αντάμωση!

Είπε και δρασκέλισε με στέρεο πόδι το κατώφλι.

Κανένας δεν κουνήθηκε. Κοίταξε ο Λουκάς με σαρκασμό τον καπετάνιο.

- Πάει να βάλει φωτιά, είπε - θα τον αφήσεις; Για μπας και τον λυπάσαι;

Μα ο καπετάνιος κοίταζε το γέροντα να προχωράει και να χτυπάει με τη μαγκούρα του το καλντερίμι' προχωρούσε με δρασκελιές, τα ράσα του ανέμιζαν, κουνιούνταν στις. πλάτες του τ' άσπρα μαλλιά· τραβούσε τώρα κατά το μονοπάτι της Πραστοβάς και κατηφόριζε με βιάση. Οι πέτρες ξέσερναν κάτω από τις χοντρές αρβύλες του· στις άμασκάλες του κάπoυ κάπoυ στις πρωινές ηλιαχτίδες λαμποκοπουσε το χρυσοκέντητο πετραχήλι του και το ασημένιο Τετραβάγγελο' τα αίματα που 'χε περιλουστεί των σκοτωμένων είχαν κυλήσει από το κορφοκέφαλό του. κι έσταζαν στο λιοψημένο σβέρκο του.

Τον κοίταζε ο καπετάνιος κι ο νους του μετωρίζουνταν μακριά πολύ, πέρα σ' ένα ακρογιάλι της Μαύρης θάλασσας, σ'ένα χωριό γεμάτο ειρήνη, χριστιανοσύνη και πρασινάδα. Ο γέροντας ετούτος, με μαύρα τότε κορακάτα μαλλιά, όμορφος, μελαχρινός, λεβεντόπαπας, πως σήκωνε κεφάλι στον Τούρκο και διαφέντευε το Χριστο και τη χριστιανοσύνη! Κι όταν έρχουνταν η μέρα του Άγιου που κρατούσε στην απαλάμη του το χωριό, πως έμπαινε ο γέροντας ετούτος μέσα στις φλόγες και χτυπουσε τα παλαμάκια και χόρευε και δεν καταδέχουνταν πια να βγει στον ακίντυνον αγέρα!

Πώς τον μισούσε, πως τον αγαπουσε, πως τον καμάρωνε!

Κι ύστερα τον έχασε από τα μάτια του, χώρισαν γιός και κύρης, και μετά χρόνια συναπαντήθηκαν στον πόλεμο της Αρβανιτιάς. Πώς ανασκούμπωνε το ράσο του και σκαρφάλωνε τα βουνα, φώναζε την Παναγιά, κι ως τη φώναζε, οι φαντάροι την έβλεπαν να δρασκελάει τα βράχια και να σηκώνει στην αγκαλιά της τα λαβωμένα αγόρια. ό.τι ήθελε το έπλαθε ο γέροντας ετούτος στον αέρα, γιατι πίστευε, γιατι πονούσε, κι η ψυχή του ξεθηκάρωνε από το κορμί του και γίνουνταν πότε Παναγιά, πότε Αϊ-Γιώργης καβαλάρης, πότε φωνή μεγάλη: «Ο Χριστός νικάει!» και γιόμωναν τα σπλάχνα των φαντάρων μας γιουρούσι.

Ο παπα-Γιάνναρος είχε πια κατηφορίσει, συντάζουνταν να πάρει το μονοπάτι της Πραστοβάς· μέσα στις λοξές ακόμα αχτίδες του ήλιου γίγαντας ο ίσκιος του έπεφτε απάνω στις ροδισμένες πέτρες και προχωρούσε. Λίγο ακόμα και θ' απογύριζε τους βράχους και θα χάνουνταν.

Τινάχτηκε ο Λουκάς το πρωτοπαλίκαρο στη μέση του δρόμου, σήκωσε το τουφέκι του:

- Ε καπετάνιο, φώναξε, εδώ σε θέλω! τι πως είναι κύρης σου; Κάμε κόμπο την καρδιά σου, έχεις να δώσεις λόγο· δεν τον άκουσες; θέλει, λέει, να 'ναι λεύτερος!

Άκουσε πίσω του ο παπα-Γιάνναρος το σκαντάλιο του τουφεκιού, κατάλαβε· άπλωσε δεξά του, πήρε από το χέρι το Χριστο, τον έβαλε μπροστά του, μην τον πάρει η μπάλα,

- Έλα εδώ, παιδί μου, του 'πε σιγά, τρυφερά, έλα μη σε λαβώσουν.

Δυο τρεις αντάρτες ήρθαν και στάθηκαν πλάι στο Λουκά, σήκωσαν κι αυτοί τα τουφέκια τους, σημάδεψαν κοίταξαν τον καπετάνιο. Στέκουνταν αυτός στην ξώπορτα κι ανέβαιναν, κατέβαιναν τα αίματα στο μυαλό του. Δε μιλούσε· καμάρωνε τον κύρη του πως δρασκελάει τους βράχους, πως χύνεται κατά τον κάμπο, λεβέντικα, βίαια, σα γέρος αρχάγγελος.

- Ε καπετάνιο, έκαμε πάλι ο Λουκάς, πάει να βάλει, σου λέω, φωτιά, μην τον αφήσεις!

Σώπασε μια στιγμή, χιχίρισε:

- Μπας και τον λυπάσαι;

Πήρε χόχλο το αίμα του καπετάνιου' όλα τα παλικάρια είχαν στηλωμένα τα μάτια απάνω του και περίμεναν.

Γέλασε πάλι ο Λουκάς, έκλεισε το μάτι στους συντρόφους· στράφηκε στον καπετάνιο:

- Εδώ σε θέλω, κάβουρα...σούριξε, μα δεν πρόλαβε να τελειώσει:

Ο καπετάνιος σήκωσε το χέρι:

- Σκοτώστε τον! Εκαμε πνιχτά και τα μάτια του βούρκωσαν.

- Παπά, φώναξε ο Λουκάς, ε παπα-Γιάνναρε, στάσου!

Άκουσε ο γέροντας τη φωνή, στράφηκε· έλαμψαν κατακόκκινα, όλο αίματα τα γένια του στον ήλιο.

Το πρωτοπαλίκαρο αναμέρισε τους συντρόφους, ακούμπησε το τουφέκι στον ώμο' η μπάλα πήρε τον παπα-Γιάνναρο κατακούτελα άνοιξε ο γέροντας τις αγχάλες, χωρίς άχνα να βγάλει κι έπεσε τ' ανάσκελα απάνω στις πέτρες.

ΤΕΛΟΣ

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Δεν θέλω και πολύ για ν αρχίσω να μιλάω για το άτομό μου, απ ότι κατάλαβα και σίγουρα καταλάβατε, και έτσι στο υπονοούμενο του Κώστα πως καλά θα έκανα να πήγαινα και σε ταβερνούλες, αδράχνω την ευκαιρία. Και μιλάω και λέω πως χαίρομαι που έχω φτιάξει έτσι την ζωή μου ώστε να περιέχει αρκετά μικρά όμορφα πράγματα. Και κινηματογράφο και θέατρο, βιβλία, χειροκατασκευές, άσκηση, τώρα με το blog και γραφή, μα πάνω απ όλα απολαμβάνω την ανθρώπινη επικοινωνία.
Ειδικότερα απολαμβάνω την επικοινωνία με νέες γνωριμίες.
Ενθουσιάζομαι με τα καινούρια πρόσωπα που κουβαλούν νέες απόψεις, φρέσκες ιδέες, διαφορετική τοποθέτηση κι αντίληψη καταστάσεων.
Μαζί νιώθω πως κι εγώ είμαι καινούρια.
Με αναζωογονούν και με επαναπροσδιορίζουν οι νιοφερμένοι στη ζωή μου.
Και χάρη στη Χρύσα έβαλα στη ζωή μου την Κατερίνα!
Που με οδήγησε χθες στους δρόμους του κρασιού. Η ατραπός κατέληξε στο κτήμα Μπαμπατζίμ, όπου μεθύσαμε όχι από τα υπέροχα κρασιά, ούζα και τσίπουρα του
Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλου αλλά από το πάθος του για το αμπέλι και από τον οίστρο με τον τον οποίο μας μίλησε, για την ιστορία και το μύθο που το περιβάλλει, για το ρόλο των Ελλήνων στην οινοποιία, το ρόλο των οινοποιών στην Ελλάδα, το ρόλο της Ελλάδας στην οινοπαραγωγή και στη διάθεση της.
Καινοτόμος και πρωτοπόρος μας πρότεινε να αποδεσμευτούμε από το επιβεβλημένο "ψάρι μόνο με λευκό κρασί", "κόκκινο με κρέας" κ.τ.λ. και δεσμεύτηκε να πειραματιστούμε σε μιαν άλλη συνάντηση με τέτοιου είδους συνδυασμούς προσφέροντας ο ίδιος
υλικά και υποδομή και μεις τη φαντασία και τη μαγειρική μας δεινότητα, για νέες γεύσεις, νέες προτάσεις κι απίθανους συνδυασμούς.