Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Η ΛΕΞΗ

Πώς γίνεται ρε συ καμιά φορά κάποια λέξη να βρίσκεται μπροστά σου και να σε κάνει να τη σκέφτεσαι και να τη συζητάς!ΕΤΣΙ έπαθα και γω τώρα με τη λέξη "εμφύλιος". Μ έκανε να τον αναλογιστώ τον άτιμο και εννοείται να τον συζητήσω, τον περασμένο μήνα, διαβάζοντας το "Το show είναι των Ελλήνων" του Κουμανταρέα.

Συγκλονίστηκα μαζί του παρακολουθώντας την Κυριακή το βράδυ την ταινία του Κεν Λόουτς Γη και Ελευθερία.

Τον βρήκα μπροστά μου χθες ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα με την παρακάτω συνέντευξη:"Είχαμε συνηθίσει να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου. Να ζούμε με τη βρυξελλιώτικη ουδετερότητα για τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας, να έχουμε ξεχάσει το χθες και ν' αγνοούμε το αύριο με τη διεφθαρμένη φιλοσοφία «όσα πάνε και όσα έρθουν». Κι ήρθαν στις Βρυξέλλες να μας «ξυπνήσουν» η παρουσίαση μιας κινηματογραφικής ταινίας και ενός βιβλίου, με κοινό θέμα τον ελληνικό Εμφύλιο. Η ταινία είναι του Παντελή Βούλγαρη. Το βιβλίο του πρέσβη Σπύρου Λαμπρίδη. Η ταινία έχει τίτλο: «Ψυχή βαθιά». Ο αντάρτικος χαιρετισμός, που δικαιολογεί ο Π. Βούλγαρης: «Ο,τι μεγάλο και ουσιαστικό έχει συμβεί σ' αυτόν τον τόπο έχει "ψυχή βαθιά"». Αλλά δεν μεροληπτεί: «Και οι δύο πλευρές μοιράστηκαν τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση. Δεν είμαι πολιτικός. Ούτε εισαγγελέας. Ηθελα να τιμήσω μια γενιά που θυσιάστηκε σ' έναν άδικο πόλεμο με χιλιάδες θύματα. Μ' ένα ρέκβιεμ για τα παιδιά, που πολέμησαν, χωρίς μεταξύ τους διαφορές, και χάθηκαν». Ηρωές του: Δύο αδέλφια βοσκόπουλα. Ο Ανέστης 17 χρόνων, ο Βλάσης 15. Είχαν επιστρατευθεί, ο ένας στον εθνικό στρατό, ο άλλος στ' αντάρτικο. Δύο «εχθροί» αδέλφια. Η μάνα τους δεν τα ξεχωρίζει και τους γράφει γράμματα αγάπης. Ούτε ο Βούλγαρης τα ξεχωρίζει. Και τα δύο, λέει, είναι «παιδιά» του. Ο
Εμφύλιος, όμως, είναι παγίδα, υποστηρίζει. Δεν είναι εύκολο να ξεμπλέξεις. Και αναφέρεται στον αντάρτη καπετάνιο που αγνόησε τη συμφιλίωση ώς τα βαθιά του γεράματα. Το βιβλίο έχει τίτλο «Οι Δράκοι». Ο Σπ. Λαμπρίδης το αφιερώνει στη γενιά τού Εμφυλίου: «Μέχρι που ανδρώθηκα», λέει, «άκουγα και τις δύο αντίθετες πλευρές. Υπήρχαν πολλά επιχειρήματα, που μας έφερναν κοντά τον έναν στον άλλο. Μετέφερα τ' ακούσματα, τις εμπειρίες της έρευνάς μου σε μυθιστορηματική αλλά παθιασμένη αντιπαράθεση, που αναφέρεται στους απλούς ανθρώπους και όχι στους πολιτικούς ηγέτες. Σε μια χαμένη γενιά που άξιζε πολλά. Στη γενιά των Δράκων». Οι ήρωες του βιβλίου έχουν την ίδια φιλοσοφία με της ταινίας. Μοιράζονται τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση δύο αντάρτες και ένας ανθυπολοχαγός. Στη βία του Εμφυλίου του χάρισαν τη ζωή και του πήραν το πιστόλι. Στη συμφιλίωση οι βετεράνοι αντάρτες το επιστρέφουν στον απόστρατο, πλέον, στρατηγό: «Πάρ' το κι αχρείαστο να 'ναι». Η συμφιλίωση προβάλλεται στις Βρυξέλλες. Γιατί ο Σπύρος, λέει ο Παντελής, εργάζεται στην ελληνική αντιπροσωπεία του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Και με κάποιο συμβολισμό. Στις Βρυξέλλες παίζεται η «συμφιλίωση της Ευρώπης». Η «Ψυχή βαθιά», που θα προβληθεί στις 28 Οκτωβρίου στην Αθήνα, είναι μια καλή ταινία του Βούλγαρη. Αλλά και το ξόρκι στην κατάρα του ελληνικού διχασμού. Ένα μήνυμα συμφιλίωσης...


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 02/02/2009

Και ξύπνησαν μνήμες της εφηβείας μου. Ξέρετε. Τότε που όλα τα ζούμε πιο έντονα. Τότε που οι λύπες μας ρίχνουν σε βαθιά μελαγχολία και οι χαρές μας δίνουν φτερά, τότε που ακούγαμε τραγούδια και δακρύζαμε, στην ηλικία που νομίζουμε ότι όλα τα μπορούμε και πως συνάμα όλα είναι άπιαστα για μας. Τότε λοιπόν είχα πρωτοδιαβάσει τις "αδερφοφάδες" του Καζαντζάκη και κατανάλωνα μαζικώς τα χαρτομάντιλα. Και τώρα βρήκα το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή εδώ . Χάρηκα μαζί και συγκινήθηκα και αντιγράφω το τέλος του βιβλίου.

Βγήκε από την εκκλησιά, στάθηκε στη μέση της αυλής.

- Φεύγω, φώναξε, ό.τι είπα θα το κάμω· θα πάρω σβάρνα τα χωριά και θα φωνάζω: «Αδέρφια, μην πιστεύετε τους κόκκινους, μην πιστεύετε τους μαύρους, αδερφωθείτε!» Το χωρίο που δεν έχει τρελό χάνεται θα γίνω εγώ ο τρελός του χωριού, ο τρελός της Ελλάδας, και θα φωνάζω.

Έλαμπε ο γέροντας στο πρωινό φως, φάνταξε στη μέση της αυλής, γίγαντας, μ' αίματωμένα γένια, με τα μαύρα φουντωτά φρύδια του, με τη βαριά μαγκούρα και τις χοντρές γεμάτες ατσαλένιες πρόκες αρβύλες.

Στράφηκε στον καπετάνιο:

- Πήρα μαζί μου το πετραχήλι και το Βαγγέλιο, καπετάν θεομπαίχτη, πήρα μαζί μου κι όλα τα τάγματα και τα συντάγματα τους σκοτωμένους· κι όλες τις μανάδες, φονιά, τις μαυροφορεμένες, κι όλα τα ορφανα κι όλους τους σακάτες του πολέμου, τους κουτσούς, τους στραβούς, τους παράλυτους, τους τρελούς, και πάμε!

- Τι τον φυλάς, καπετάνιο; πετάχτηκε το πρωτοπαλίκαρο αγριεμένο· σκότωσε τον!

Ο παπα-Γιάνναρος σήκωσε τους ώμους με καταφρόνια:

- Τι θαρρείς, μωρέ, θα φοβηθώ το θάνατο; Τι μπορεί να μου κάμει εμένα ο μπαμπουλας; Να με πάει από τη μάταιη τούτη ζωή στην αιώνια· άλλο ο κακομοίρης δεν μπορεί. Ένα μουλάρι είναι, το καβαλάς και σε πάει στη ζωή την αιώνια.

Σήκωσε τα χέρια στον ουρανό:

- Αν ζήσω, φώναξε, αν με αφήσουν ετούτοι να ζήσω, δε θα σε ξανασταυρώσω πια, ορκίζουμαι, δε θα σε παρατήσω πια ανυπεράσπιστο στα χέρια του Άννα και του Καϊάφα, Χριστέ μου! Είπες πως βαστάς μαχαίρι, μάχαιραν φέρω, που 'ναι; Ως πότε θα σταυρώνεσαι; φτάνει πια· κατέβα αρματωμένος απάνω στη γης! Ύστερα από τόσο πόνο και τόσα αίματα, κατάλαβα πια το χρέος του ανθρώπου. Αρετή, αρματώσου, Χριστέ, αρματώσου, πάω να κηρύξω, χώρες και χωριά, τον καινούριο Χριστο, τον Αρματωμένο!

Άπλωσε το χέρι του δεξά, στον Αόρατο:

- Πάμε, είπε.

Οι αντάρτες τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι, μερικοι γέλασαν:

- Τρελάθηκε ο παπάς! ποιανού μιλάει; Σέ ποιον λέει: Πάμε; Σήκωσε το χέρι του ο παπα-Γιάνναρος στον καπετάνιο:

- Καπετάν φονιά, καλήν αντάμωση!

Είπε και δρασκέλισε με στέρεο πόδι το κατώφλι.

Κανένας δεν κουνήθηκε. Κοίταξε ο Λουκάς με σαρκασμό τον καπετάνιο.

- Πάει να βάλει φωτιά, είπε - θα τον αφήσεις; Για μπας και τον λυπάσαι;

Μα ο καπετάνιος κοίταζε το γέροντα να προχωράει και να χτυπάει με τη μαγκούρα του το καλντερίμι' προχωρούσε με δρασκελιές, τα ράσα του ανέμιζαν, κουνιούνταν στις. πλάτες του τ' άσπρα μαλλιά· τραβούσε τώρα κατά το μονοπάτι της Πραστοβάς και κατηφόριζε με βιάση. Οι πέτρες ξέσερναν κάτω από τις χοντρές αρβύλες του· στις άμασκάλες του κάπoυ κάπoυ στις πρωινές ηλιαχτίδες λαμποκοπουσε το χρυσοκέντητο πετραχήλι του και το ασημένιο Τετραβάγγελο' τα αίματα που 'χε περιλουστεί των σκοτωμένων είχαν κυλήσει από το κορφοκέφαλό του. κι έσταζαν στο λιοψημένο σβέρκο του.

Τον κοίταζε ο καπετάνιος κι ο νους του μετωρίζουνταν μακριά πολύ, πέρα σ' ένα ακρογιάλι της Μαύρης θάλασσας, σ'ένα χωριό γεμάτο ειρήνη, χριστιανοσύνη και πρασινάδα. Ο γέροντας ετούτος, με μαύρα τότε κορακάτα μαλλιά, όμορφος, μελαχρινός, λεβεντόπαπας, πως σήκωνε κεφάλι στον Τούρκο και διαφέντευε το Χριστο και τη χριστιανοσύνη! Κι όταν έρχουνταν η μέρα του Άγιου που κρατούσε στην απαλάμη του το χωριό, πως έμπαινε ο γέροντας ετούτος μέσα στις φλόγες και χτυπουσε τα παλαμάκια και χόρευε και δεν καταδέχουνταν πια να βγει στον ακίντυνον αγέρα!

Πώς τον μισούσε, πως τον αγαπουσε, πως τον καμάρωνε!

Κι ύστερα τον έχασε από τα μάτια του, χώρισαν γιός και κύρης, και μετά χρόνια συναπαντήθηκαν στον πόλεμο της Αρβανιτιάς. Πώς ανασκούμπωνε το ράσο του και σκαρφάλωνε τα βουνα, φώναζε την Παναγιά, κι ως τη φώναζε, οι φαντάροι την έβλεπαν να δρασκελάει τα βράχια και να σηκώνει στην αγκαλιά της τα λαβωμένα αγόρια. ό.τι ήθελε το έπλαθε ο γέροντας ετούτος στον αέρα, γιατι πίστευε, γιατι πονούσε, κι η ψυχή του ξεθηκάρωνε από το κορμί του και γίνουνταν πότε Παναγιά, πότε Αϊ-Γιώργης καβαλάρης, πότε φωνή μεγάλη: «Ο Χριστός νικάει!» και γιόμωναν τα σπλάχνα των φαντάρων μας γιουρούσι.

Ο παπα-Γιάνναρος είχε πια κατηφορίσει, συντάζουνταν να πάρει το μονοπάτι της Πραστοβάς· μέσα στις λοξές ακόμα αχτίδες του ήλιου γίγαντας ο ίσκιος του έπεφτε απάνω στις ροδισμένες πέτρες και προχωρούσε. Λίγο ακόμα και θ' απογύριζε τους βράχους και θα χάνουνταν.

Τινάχτηκε ο Λουκάς το πρωτοπαλίκαρο στη μέση του δρόμου, σήκωσε το τουφέκι του:

- Ε καπετάνιο, φώναξε, εδώ σε θέλω! τι πως είναι κύρης σου; Κάμε κόμπο την καρδιά σου, έχεις να δώσεις λόγο· δεν τον άκουσες; θέλει, λέει, να 'ναι λεύτερος!

Άκουσε πίσω του ο παπα-Γιάνναρος το σκαντάλιο του τουφεκιού, κατάλαβε· άπλωσε δεξά του, πήρε από το χέρι το Χριστο, τον έβαλε μπροστά του, μην τον πάρει η μπάλα,

- Έλα εδώ, παιδί μου, του 'πε σιγά, τρυφερά, έλα μη σε λαβώσουν.

Δυο τρεις αντάρτες ήρθαν και στάθηκαν πλάι στο Λουκά, σήκωσαν κι αυτοί τα τουφέκια τους, σημάδεψαν κοίταξαν τον καπετάνιο. Στέκουνταν αυτός στην ξώπορτα κι ανέβαιναν, κατέβαιναν τα αίματα στο μυαλό του. Δε μιλούσε· καμάρωνε τον κύρη του πως δρασκελάει τους βράχους, πως χύνεται κατά τον κάμπο, λεβέντικα, βίαια, σα γέρος αρχάγγελος.

- Ε καπετάνιο, έκαμε πάλι ο Λουκάς, πάει να βάλει, σου λέω, φωτιά, μην τον αφήσεις!

Σώπασε μια στιγμή, χιχίρισε:

- Μπας και τον λυπάσαι;

Πήρε χόχλο το αίμα του καπετάνιου' όλα τα παλικάρια είχαν στηλωμένα τα μάτια απάνω του και περίμεναν.

Γέλασε πάλι ο Λουκάς, έκλεισε το μάτι στους συντρόφους· στράφηκε στον καπετάνιο:

- Εδώ σε θέλω, κάβουρα...σούριξε, μα δεν πρόλαβε να τελειώσει:

Ο καπετάνιος σήκωσε το χέρι:

- Σκοτώστε τον! Εκαμε πνιχτά και τα μάτια του βούρκωσαν.

- Παπά, φώναξε ο Λουκάς, ε παπα-Γιάνναρε, στάσου!

Άκουσε ο γέροντας τη φωνή, στράφηκε· έλαμψαν κατακόκκινα, όλο αίματα τα γένια του στον ήλιο.

Το πρωτοπαλίκαρο αναμέρισε τους συντρόφους, ακούμπησε το τουφέκι στον ώμο' η μπάλα πήρε τον παπα-Γιάνναρο κατακούτελα άνοιξε ο γέροντας τις αγχάλες, χωρίς άχνα να βγάλει κι έπεσε τ' ανάσκελα απάνω στις πέτρες.

ΤΕΛΟΣ

9 σχόλια:

Sophia Kollia είπε...

Δεν υπάρχει πιό τρομερή κατάσταση από τον εμφύλιο. Κάποτε βρήκα ένα χαρτί της ΕΛΑΣ στο συρτάρι του πατέρα μου. Έγραφε, γύρισε στις τάξεις μας, γιατί θα ημαστε αμίληκτοι όταν νικήσουμε με τους αποστάτες,,,και άλλες τέτοιες απειλές.Από τότε, τι να πώ! Κανείς δεν είναι αγνός πατριώτης, Όλοι τους σκοπούς τους να πετύχουνε και οι άνθρωποι, σκέτα πιόνια.
καλημέρα

Ανώνυμος είπε...

Κωναταντινιά οι πιο άγριοι πόλεμοι είναι οι θρησκευτικοί και οι εμφύλιοι. Και στις δύο περιπτώσεις μπαίνουν στη μέση και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Εδώ χωρίς να υπάρχει έκρυθμη κατάσταση γιος σκοτώνει τον πατέρα ή τα αδέλφια για ένα κομμάτι γης, ή γιατί θεωρεί τον εαυτόν του αδικημένο. Πόσο μάλλον όταν μέσα στην αναμπουμπούλα μπορεί να κάνει κάποιος κάτι και να το αποδώσει στην αντίπαλη ομάδα. Δες τι γινόταν στη Ιρλανδία.
Υπήρχε μεγάλο μίσος τότε όσο δεν μπορείς να φανταστείς, η δική μου οικογένεια το γνώρισε από κοντά.
Ο γείτονάς μου ο Νικόλας το κουβάλαγε μέχρι που πέθανε το 2004. Είχε σκοτώσει τον πρώτο του Μάυ όταν ήταν 15 χρονών. Του είχαν κάψει το σπίτι, του πήρανε τα πρόβατα και την ώρα που βάζανε φωτιά στη σοδιά του σκότωσε τον αρχηγό τους και ανέβηκε στο βουνό. Δεν τον ήθελε καμιά ομάδα γιατί τον ήξεραν για πλουσιόπαιδο, τελικά τον αποδεχτήκανε.
Από τότε δεν έπαψε να τους σκοτώνει όπου τους έβρισκε μέχρι που μπήκε σε ένα σπίτι γεμάτο Μάυδες και με χειροβομβίδες τους σκότωσε όλους. Ο ίδιος συνήλθε σε νοσοκομείο της Γιουγκοσλαβίας.
Ήταν ο μόνος, από την μεριά των αριστερών που γνωρίζω που τον αποκαλούσε ανταρτοπόλεμο.
Πέθανε μια μέρα του Μάη στο κρεβάτι του. Είμαι κουρασμένος είπε στη γυναίκα μου πάω να ξαπλώσω, μας ειδοποίησε μετά από λίγο η δική του γυναίκα, ο Νικόλας πέθανε στον ύπνο του. Πολλά φιλιά από τον gskastro.

kostaslogh είπε...

-Ποιος σού ΄βγαλε το μάτι
-ο αδερφός μου
- γι αυτό είναι βγαλμένο σύρριζα!
...ξεφτίλα ο εμφύλιος,ανήθικος ,το ίδιο ανήθικος με τους "αντιτρομοκρατικούς"!

Κωνσταντινιά είπε...

Σοφία, Κάστρο, Κώστα,

διαπιστώνω πως είτε έμμεσα είτε άμεσα έχετε μια γεύση της πίκρας του εμφυλίου.
Η άποψη μου είναι πως το τραγικά ειρωνικό με τους εμφυλίους πολέμους είναι πως όλοι πιστεύουν πως μάχονται για το καλό του συνόλου, για μια ΙΔΕΑ.
Και την τοποθετούν πάνω από δεσμούς, από συγγενικό αίμα πάνω και από τον εαυτό τους.
Το τραγικό στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι πως είδαν την ιδέα τους αλλοτριωμένη, πουλημένη, κενή νοήματος.
Τι τραγικότερο πως συνέχισαν τον αγώνα αποπροσανατολισμένοι και διασπασμένοι σε μικρότερες και πιο φανατισμένες ομάδες.
Το τραγικότατο και χείριστο όλων, όπως βλέπουμε εκ των υστέρων, είναι πως η ΙΔΕΑ σφετερίστηκε ή και προδόθηκε από τους ηγήτορες και καθοδηγητές της.

manetarius είπε...

καλά ...έχετε τρελλαθεί τελείως εδώ μέσα; Με τόσα τσιπουράδικα εκει πάνω κάθεστε μέσα και διαβάζετε για τον εμφύλιο;
ααααχ... να είχα τα νιάτα σας ..όλο στους δρόμους θα ήμουν (χιχιχιχι)!

kostaslogh είπε...

πές τα ρε Μαράκι έχω βραχνιάσει να φωνάζω κι αυτοί εδώ πές -πές θα με κάνουν κι εμένα φιλόσοφο άνευ,
τον φανατικό δειπνοσοφιστή!

Κωνσταντινιά είπε...

Αμανίτα

τα λες σωστά σοφά και υπέροχα. Προπάντων για τα νιάτα μου που δεν μπορώ να τα τιθασεύσω τα άτιμα.
Όσο για τα τσιπουράδικα καλά που τ ανέφερες και φιλοτιμήθηκαν ο Βαγγέλης και ο Κώστας να με ξεναγήσουν το Σαββατοκύριακο, με απώτερο σκοπό φυσικά να ξέρουμε τα καλύτερα να σε πάμε όταν με το καλό μας επισκεφτείς.

(μη μιλάς για δρόμους μόλις μαζεύτηκα. Ο καιρός είναι καταπληκτικός και δεν σε κάνει καρδιά να μείνεις μέσα)

Καλό Σαββατοκύριακο!

Adamantia είπε...

Εμενα μ'αρεσε πολυ η αναρτηση σου.Θεωρω οτι οι εμφυλιοι πολεμοι ενος λαου ειναι οι χειρότεροι,οι πιο ντροπιαστικοι.
Καλο σαββατοκυριακο!!

Κωνσταντινιά είπε...

Αδαμαντία,

έχεις δίκιο, όμως είναι το οξύμωρο πως τα κίνητρα τους είναι συνήθως για το αντίθετο.

Καλή και εμπνευσμένη μασκαράτα!